Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεισφορᾱ́
προεκδαπανάομαι
προεκδίδωμι
προεκδραμεῖν
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγομαι
προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
προέλκω
προεμβαίνω
προεμβάλλω
View word page
προ-εκπίπτω
προ-εκπίπτωvb of gossip and rumourissue forth, spreadPlu.

ShortDef

fall

Debugging

Headword:
προεκπίπτω
Headword (normalized):
προεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προεκπιπτω
IDX:
34149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34150
Key:
προεκπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εκπίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εκπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of gossip and rumour</Indic><Tr>issue forth, spread</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεκπίπτω'}