Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προεισέρχομαι
προεισπέμπω
προεισφέρω
προεισφορᾱ́
προεκδαπανάομαι
προεκδίδωμι
προεκδραμεῖν
προέκθεσις
προεκθέω
προεκκομίζω
προεκλέγομαι
προεκλῡ́ω
προεκπέμπω
προεκπίπτω
προεκπλέω
προεκπλήσσω
προεκτίθημι
προεκφοβέω
προεκφόβησις
προέλασις
προελαύνω
View word page
προ-εκλέγομαι
προ-εκλέγομαιpass.vbpf.ptcpl.
προεξειλεγμένος
of moneybe collected in advanceD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προεκλέγομαι
Headword (normalized):
προεκλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προεκλεγομαι
IDX:
34146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34147
Key:
προεκλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-εκλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εκλέγομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>προεξειλεγμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of money</Indic><Tr>be collected in advance</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεκλέγομαι'}