Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόδοτος
πρόδουλος
προδραμεῖν
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδυστυχέω
προδωσέταιρος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγχειρέω
προέδεξα
προεδρεύω
προεδρίᾱ
προεδρικός
πρόεδροι
προεέργω
προέηκα
προεθίζω
προεῖδον
προεικάζω
View word page
προ-εγχειρέω
προ-εγχειρέωcontr.vb attemptsthg.earlierPlb.

ShortDef

attempt before the time

Debugging

Headword:
προεγχειρέω
Headword (normalized):
προεγχειρέω
Headword (normalized/stripped):
προεγχειρεω
IDX:
34116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34117
Key:
προεγχειρέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-εγχειρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-εγχειρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>attempt<Prnth>sthg.</Prnth>earlier</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προεγχειρέω'}