Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
πρόδοτος
πρόδουλος
προδραμεῖν
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδυστυχέω
προδωσέταιρος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγχειρέω
προέδεξα
προεδρεύω
προεδρίᾱ
View word page
προδρομεύω
προδρομεύωvbπρόδρομος of cavalryserve as the advance contingentArist.

ShortDef

to be a mounted skirmisher

Debugging

Headword:
προδρομεύω
Headword (normalized):
προδρομεύω
Headword (normalized/stripped):
προδρομευω
IDX:
34109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34110
Key:
προδρομεύω

Data

{'headword_display': '<b>προδρομεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προδρομεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πρόδρομος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of cavalry</Indic><Tr>serve as the advance contingent</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προδρομεύω'}