Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
πρόδοτος
πρόδουλος
προδραμεῖν
προδρομεύω
προδρομή
πρόδρομος
προδυστυχέω
προδωσέταιρος
προεγείρω
προεγκάθημαι
προεγχειρέω
View word page
πρόδοτος
πρόδοτοςονadjof persons, their lifebetrayed, let downS. E.

ShortDef

betrayed

Debugging

Headword:
πρόδοτος
Headword (normalized):
πρόδοτος
Headword (normalized/stripped):
προδοτος
IDX:
34106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34107
Key:
πρόδοτος

Data

{'headword_display': '<b>πρόδοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόδοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons, their life</Indic><Tr>betrayed, let down</Tr><Au>S. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόδοτος'}