Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
πρόδοτος
πρόδουλος
προδραμεῖν
προδρομεύω
View word page
πρόδομα
πρόδομαατοςnπροδίδωμι advance paymentPlb.

ShortDef

that which is given in advance, prepayment, advance

Debugging

Headword:
πρόδομα
Headword (normalized):
πρόδομα
Headword (normalized/stripped):
προδομα
IDX:
34099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34100
Key:
πρόδομα

Data

{'headword_display': '<b>πρόδομα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόδομα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προδίδωμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>advance payment</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόδομα'}