Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλεκτρος
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ᾱ̓λέματος
ἄλεν
Ἀλεξανδρείᾱ
Ἀλεξανδριστής
Ἀλέξανδρος
Ἀλέξανδρος
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρης
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλεξίπονος
View word page
ἀλέξημα
ἀλέξημαατοςn remedyfor an ailmentA.

ShortDef

a defence, remedy

Debugging

Headword:
ἀλέξημα
Headword (normalized):
ἀλέξημα
Headword (normalized/stripped):
αλεξημα
IDX:
3409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3410
Key:
ἀλέξημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀλέξημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλέξημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>remedy<Expl>for an ailment</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλέξημα'}