Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
πρόδοτος
πρόδουλος
View word page
προ-δοκαί
προ-δοκαίῶνf.plδέχομαι place where one lies in waitfor an animalplace of ambush, hideIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδοκαί
Headword (normalized):
προδοκαί
Headword (normalized/stripped):
προδοκαι
IDX:
34097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34098
Key:
προδοκαί

Data

{'headword_display': '<b>προ-δοκαί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-δοκαί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS><Ety><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place where one lies in wait<Expl>for an animal</Expl></Def><Tr>place of ambush, hide</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προδοκαί'}