Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
προδότης
πρόδοτος
View word page
προ-διώκω
προ-διώκωvb of troopspursue in advanceof othersbreak out in pursuitTh.

ShortDef

to pursue further

Debugging

Headword:
προδιώκω
Headword (normalized):
προδιώκω
Headword (normalized/stripped):
προδιωκω
IDX:
34096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34097
Key:
προδιώκω

Data

{'headword_display': '<b>προ-διώκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διώκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Def>pursue in advance<Expl>of others</Expl></Def><Tr>break out in pursuit</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιώκω'}