Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
προδοτέον
View word page
προ-διοικέομαι
προ-διοικέομαιmid.contr.vb arrange in advancew. ὅπως + fut.that sthg. shd. happenAeschin.pass.of a decreebe planned in advanceD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδιοικέομαι
Headword (normalized):
προδιοικέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιοικεομαι
IDX:
34094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34095
Key:
προδιοικέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-διοικέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διοικέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>arrange in advance</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>ὅπως</Ref> + fut.</GLbl>that sthg. shd. happen<Au>Aeschin.</Au></PrPhr><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a decree</Indic><Def>be planned in advance</Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιοικέομαι'}