Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
προδοξάζω
προδοσίᾱ
πρόδοσις
View word page
πρό-δικος
πρό-δικοςουmδίκη principal in a lawsuitprosecutorA. at Spartaguardianof a young kingX. Plu.

ShortDef

an advocate, defender, avenger
Prodicus

Debugging

Headword:
πρόδικος
Headword (normalized):
πρόδικος
Headword (normalized/stripped):
προδικος
IDX:
34093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34094
Key:
πρόδικος

Data

{'headword_display': '<b>πρό-δικος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρό-δικος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>principal in a lawsuit</Def><Tr>prosecutor</Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Indic>at Sparta</Indic><Tr>guardian<Expl>of a young king</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόδικος'}