Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
προδοκέομαι
πρόδομα
πρόδομος
View word page
προ-διηγέομαι
προ-διηγέομαιmid.contr.vb recountexplainw.acc.sthg.firstHdt. D.

ShortDef

to relate beforehand, premise

Debugging

Headword:
προδιηγέομαι
Headword (normalized):
προδιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιηγεομαι
IDX:
34090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34091
Key:
προδιηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-διηγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διηγέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>recount<or/>explain<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>first</Tr><Au>Hdt. D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιηγέομαι'}