Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκαί
View word page
προ-διερευνητής
προ-διερευνητήςοῦm one who reconnoitresscoutPlu.

ShortDef

one sent before to search

Debugging

Headword:
προδιερευνητής
Headword (normalized):
προδιερευνητής
Headword (normalized/stripped):
προδιερευνητης
IDX:
34087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34088
Key:
προδιερευνητής

Data

{'headword_display': '<b>προ-διερευνητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-διερευνητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who reconnoitres</Def><Tr>scout</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προδιερευνητής'}