Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιαλῡ́ω
προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
προδιώκω
View word page
προ-διερευνάομαι
προ-διερευνάομαιmid.contr.vb reconnoitre thoroughlyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προδιερευνάομαι
Headword (normalized):
προδιερευνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιερευναομαι
IDX:
34086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34087
Key:
προδιερευνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-διερευνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διερευνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>reconnoitre thoroughly</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιερευνάομαι'}