Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιαλέγομαι
προδιαλῡ́ω
προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
προδικασίᾱ
πρόδικος
προδιοικέομαι
προδιομολογέομαι
View word page
προ-διεργάζομαι
προ-διεργάζομαιpass.vb of a pupil's mind, envisaged as land to be cultivatedbe worked on thoroughly in advanceArist.

ShortDef

to work

Debugging

Headword:
προδιεργάζομαι
Headword (normalized):
προδιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιεργαζομαι
IDX:
34085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34086
Key:
προδιεργάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-διεργάζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-διεργάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a pupil's mind, envisaged as land to be cultivated</Indic><Tr>be worked on thoroughly in advance</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προδιεργάζομαι'}