Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαδίδωμι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιαλῡ́ω
προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάομαι
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιευκρινέομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
View word page
προ-διαχωρέω
προ-διαχωρέωcontr.vb have a previous disagreementw.dat.w. someoneArist.

ShortDef

to have a previous difference

Debugging

Headword:
προδιαχωρέω
Headword (normalized):
προδιαχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προδιαχωρεω
IDX:
34081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34082
Key:
προδιαχωρέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-διαχωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διαχωρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have a previous disagreement</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Arist.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιαχωρέω'}