Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαδίδωμι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιαλῡ́ω
προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
View word page
προ-διαλέγομαι
προ-διαλέγομαιmid.vbaor.pass.inf.w.mid.sens.
προδιαλεχθῆναι
speak by way of prefaceIsoc.w.neut.acc.a few wordsIsoc. have discussion beforehandw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to speak or converse beforehand

Debugging

Headword:
προδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαλεγομαι
IDX:
34075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34076
Key:
προδιαλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-διαλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διαλέγομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.inf.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>προδιαλεχθῆναι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>speak by way of preface</Tr><Au>Isoc.</Au><Obj><GLbl>w.neut.acc.</GLbl>a few words<Au>Isoc.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>have discussion beforehand</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιαλέγομαι'}