Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προδείδω
προδείελος
προδείκνῡμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαδίδωμι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιαλῡ́ω
προδιαπέμπομαι
προδιασπείρω
προδιασῡ́ρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
View word page
προ-διαβάλλω
προ-διαβάλλωvb take the initiative in slanderingcreate a prejudice againstsomeoneTh. Hyp. Plu.pass.have prejudice created against oneArist.

ShortDef

to raise prejudices against

Debugging

Headword:
προδιαβάλλω
Headword (normalized):
προδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβαλλω
IDX:
34071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34072
Key:
προδιαβάλλω

Data

{'headword_display': '<b>προ-διαβάλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-διαβάλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>take the initiative in slandering</Def><Tr>create a prejudice against</Tr><Obj>someone<Au>Th. Hyp. Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>have prejudice created against one</Def><Au>Arist.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προδιαβάλλω'}