Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προγράφω
προγυμνάζομαι
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνῡμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαδίδωμι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιαλῡ́ω
View word page
προ-δέρκομαι
προ-δέρκομαιmid.vb foreseeone's fateA.

ShortDef

to see beforehand

Debugging

Headword:
προδέρκομαι
Headword (normalized):
προδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προδερκομαι
IDX:
34066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34067
Key:
προδέρκομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-δέρκομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-δέρκομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>foresee</Tr><Obj>one's fate<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προδέρκομαι'}