Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προγραφή
προγράφω
προγυμνάζομαι
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνῡμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαδίδωμι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
View word page
προδέκτωρ
προδέκτωροροςIon.mπροδείκνῡμι forecasterprophetref. to the sun, its eclipse being regarded as an omenHdt.

ShortDef

a foreshewer

Debugging

Headword:
προδέκτωρ
Headword (normalized):
προδέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
προδεκτωρ
IDX:
34065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34066
Key:
προδέκτωρ

Data

{'headword_display': '<b>προδέκτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προδέκτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>Ion.m</PS><Ety><Ref>προδείκνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>forecaster<or/>prophet<Expl>ref. to the sun, its eclipse being regarded as an omen</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προδέκτωρ'}