Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαργαλίζω
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
προγονικός
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζομαι
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
View word page
προγονικός
προγονικόςή όνadjπρόγονοςof achievements, fame, friendships, a tombof or relating to one's ancestorsancestralPlb. Plu.

ShortDef

derived from parentage

Debugging

Headword:
προγονικός
Headword (normalized):
προγονικός
Headword (normalized/stripped):
προγονικος
IDX:
34052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34053
Key:
προγονικός

Data

{'headword_display': '<b>προγονικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>προγονικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόγονος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of achievements, fame, friendships, a tomb</Indic><Def>of or relating to one's ancestors</Def><Tr>ancestral</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'προγονικός'}