Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
προβράχεα
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαργαλίζω
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
προγονικός
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζομαι
προδαῆναι
View word page
προ-γεννήτωρ
προ-γεννήτωροροςm forefather, ancestorE.

ShortDef

forefathers

Debugging

Headword:
προγεννήτωρ
Headword (normalized):
προγεννήτωρ
Headword (normalized/stripped):
προγεννητωρ
IDX:
34048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34049
Key:
προγεννήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>προ-γεννήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-γεννήτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>forefather, ancestor</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προγεννήτωρ'}