Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
προβράχεα
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαργαλίζω
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
προγονικός
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
View word page
προ-γένειος
προ-γένειοςονadjγένειον of a personwith a prominent beardfull-beardedTheoc.

ShortDef

with prominent chin, long-chinned

Debugging

Headword:
προγένειος
Headword (normalized):
προγένειος
Headword (normalized/stripped):
προγενειος
IDX:
34046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34047
Key:
προγένειος

Data

{'headword_display': '<b>προ-γένειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προ-γένειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένειον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>with a prominent beard</Def><Tr>full-bearded</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προγένειος'}