Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
προβράχεα
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαργαλίζω
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
προγονικός
πρόγονος
πρόγραμμα
View word page
προ-γαμέω
προ-γαμέωcontr.vb of a man marry earlierthan a given timePlu.

ShortDef

live with

Debugging

Headword:
προγαμέω
Headword (normalized):
προγαμέω
Headword (normalized/stripped):
προγαμεω
IDX:
34044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34045
Key:
προγαμέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-γαμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-γαμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a man</Indic> <Tr>marry earlier<Expl>than a given time</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προγαμέω'}