Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
προβράχεα
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαργαλίζω
προγένειος
View word page
προ-βοσκός
προβοσκόςοῦm assistant herdsmanHdt.

ShortDef

an assistant herdsman

Debugging

Headword:
προβοσκός
Headword (normalized):
προβοσκός
Headword (normalized/stripped):
προβοσκος
IDX:
34036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34037
Key:
προβοσκός

Data

{'headword_display': '<b>προ-βοσκός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ<hyph/>βοσκός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>assistant herdsman</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προβοσκός'}