Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
προβράχεα
View word page
προβόλαιος
προβόλαιοςονadjπροβολή of a spearheld pointing forwardsin readinesscouched, levelledTheoc. masc.sb.levelled spearHdt.oracle

ShortDef

held out before

Debugging

Headword:
προβόλαιος
Headword (normalized):
προβόλαιος
Headword (normalized/stripped):
προβολαιος
IDX:
34031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34032
Key:
προβόλαιος

Data

{'headword_display': '<b>προβόλαιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προβόλαιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προβολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a spear</Indic><Def>held pointing forwards<Expl>in readiness</Expl></Def><Tr>couched, levelled</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>levelled spear</Def><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR></Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'προβόλαιος'}