Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
πρόβουλοι
View word page
προ-βοηθέω
προ-βοηθέωcontr.vb bring help in advancebefore sthg. happensHdt.

ShortDef

to hasten to aid before

Debugging

Headword:
προβοηθέω
Headword (normalized):
προβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προβοηθεω
IDX:
34030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34031
Key:
προβοηθέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-βοηθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-βοηθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bring help in advance<Expl>before sthg. happens</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προβοηθέω'}