Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
View word page
προ-βλώσκω
προ-βλώσκωvbep.aor.2
πρόμολον
ptcpl.
προμολών
comego forwardforthfr. a placeHom. AR. Theoc.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
προβλώσκω
Headword (normalized):
προβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
προβλωσκω
IDX:
34028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34029
Key:
προβλώσκω

Data

{'headword_display': '<b>προ-βλώσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-βλώσκω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>πρόμολον</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>προμολών</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>come<or/>go forward<or/>forth<Expl>fr. a place</Expl></Tr><Au>Hom. AR. Theoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προβλώσκω'}