Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
View word page
προβληματώδης
προβληματώδηςεςadjof a circumstanceproblematical, hard to explainPlu.

ShortDef

problematical

Debugging

Headword:
προβληματώδης
Headword (normalized):
προβληματώδης
Headword (normalized/stripped):
προβληματωδης
IDX:
34025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34026
Key:
προβληματώδης

Data

{'headword_display': '<b>προβληματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προβληματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a circumstance</Indic><Tr>problematical, hard to explain</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προβληματώδης'}