Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
View word page
προ-βιβάω
προ-βιβάωcontr.vbonly masc.ptcpl.
προβιβῶν
go forward, advanceHom. hHom. προβιβᾱ́ςάντοςmasc.athem.pres.ptcpl go forward, advanceHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβιβάω
Headword (normalized):
προβιβάω
Headword (normalized/stripped):
προβιβαω
IDX:
34021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34022
Key:
προβιβάω

Data

{'headword_display': '<b>προ-βιβάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-βιβάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only masc.ptcpl.</Lbl><Form>προβιβῶν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>go forward, advance</Tr><Au>Hom. hHom.</Au> </vS1> <RelW><HG><HL>προβιβᾱ́ς</HL><Infl>άντος</Infl><PS>masc.athem.pres.ptcpl</PS></HG> <aS1><Tr>go forward, advance</Tr><Au>Hom.</Au> </aS1></RelW> </VE>', 'key': 'προβιβάω'}