Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
View word page
πρόβατον
πρόβατονn.sgseeπρόβατα

ShortDef

sheep; small cattle

Debugging

Headword:
πρόβατον
Headword (normalized):
πρόβατον
Headword (normalized/stripped):
προβατον
IDX:
34016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34017
Key:
πρόβατον

Data

{'headword_display': '<b>πρόβατον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρόβατον</HL><PS>n.sg</PS></HG><XR>see<Ref>πρόβατα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρόβατον'}