Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
προβληματώδης
View word page
προβατο-κάπηλος
προβατο-κάπηλοςουm sheep-dealerPlu.

ShortDef

a retailer of sheep

Debugging

Headword:
προβατοκάπηλος
Headword (normalized):
προβατοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
προβατοκαπηλος
IDX:
34015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34016
Key:
προβατοκάπηλος

Data

{'headword_display': '<b>προβατο-κάπηλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προβατο-κάπηλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>sheep-dealer</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προβατοκάπηλος'}