Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προβαθής
προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
πρόβλημα
προβληματουργικός
View word page
προβατο-γνώμων
προβατο-γνώμωνονοςm fig., ref. to a kingjudge of the flocki.e. peopleA.

ShortDef

a good judge of sheep

Debugging

Headword:
προβατογνώμων
Headword (normalized):
προβατογνώμων
Headword (normalized/stripped):
προβατογνωμων
IDX:
34014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34015
Key:
προβατογνώμων

Data

{'headword_display': '<b>προβατο-γνώμων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προβατο-γνώμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>fig., ref. to a king</Indic><Tr>judge of the flock<Expl>i.e. people</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προβατογνώμων'}