Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαφίσταμαι
προβάδην
προβαθής
προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
προβιόω
View word page
προβατική
προβατικήῆςfem.adjw. πύλη understd.of the sheepref. to a gate so-called at JerusalemNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβατική
Headword (normalized):
προβατική
Headword (normalized/stripped):
προβατικη
IDX:
34012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34013
Key:
προβατική

Data

{'headword_display': '<b>προβατική</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προβατική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>w. <Ref>πύλη</Ref> understd.</Indic><Tr>of the sheep<Expl>ref. to a gate so-called at Jerusalem</Expl></Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προβατική'}