Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαθής
προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
προβιβάω
View word page
προβατευτικός
προβατευτικόςή όνadjof the artof sheep-farmingX.

ShortDef

of or for cattle

Debugging

Headword:
προβατευτικός
Headword (normalized):
προβατευτικός
Headword (normalized/stripped):
προβατευτικος
IDX:
34011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34012
Key:
προβατευτικός

Data

{'headword_display': '<b>προβατευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προβατευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of sheep-farming</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προβατευτικός'}