Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαύλιον
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαθής
προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
προβατική
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιβάζω
View word page
προβατείᾱ
προβατείᾱᾱςf sheep-farmingPlu.pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προβατείᾱ
Headword (normalized):
προβατείᾱ
Headword (normalized/stripped):
προβατεια
IDX:
34010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34011
Key:
προβατείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>προβατείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προβατείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>sheep-farming</Tr><Au>Plu.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'προβατείᾱ'}