Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαποστέλλω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνομαι
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαθής
προβαίνω
πρόβακχος
προβάλλω
πρόβασις
πρόβατα
προβατείᾱ
προβατευτικός
View word page
προ-αφικνέομαι
προ-αφικνέομαιmid.contr.vb of a commanderarrive firstbefore othersTh.

ShortDef

to arrive first

Debugging

Headword:
προαφικνέομαι
Headword (normalized):
προαφικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαφικνεομαι
IDX:
34001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34002
Key:
προαφικνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αφικνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αφικνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>arrive first<Expl>before others</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαφικνέομαι'}