Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλῡμι
προαποπέμπομαι
προαποπνέω
προαπορέω
προαποστέλλω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνομαι
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
View word page
προ-αποτρέπομαι
προ-αποτρέπομαιmid.vb turn aside firstX.

ShortDef

to turn aside before, leave off

Debugging

Headword:
προαποτρέπομαι
Headword (normalized):
προαποτρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποτρεπομαι
IDX:
33992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33993
Key:
προαποτρέπομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αποτρέπομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αποτρέπομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>turn aside first</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαποτρέπομαι'}