Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλῡμι
προαποπέμπομαι
προαποπνέω
προαπορέω
προαποστέλλω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνομαι
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
View word page
προ-απορέω
προ-απορέωcontr.vbἀπορέω1 have preliminary doubtsuncertaintiesArist. aor.pass.w.mid.sens.raise a preliminary problemPl.

ShortDef

start preliminary doubts and difficulties

Debugging

Headword:
προαπορέω
Headword (normalized):
προαπορέω
Headword (normalized/stripped):
προαπορεω
IDX:
33990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33991
Key:
προαπορέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-απορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-απορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀπορέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have preliminary doubts<or/>uncertainties</Tr><Au>Arist.</Au> <vSGrm><GLbl>aor.pass.<Expl>w.mid.sens.</Expl></GLbl><Def>raise a preliminary problem</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προαπορέω'}