Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προαπεῖπον
προαπείρω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλῡμι
προαποπέμπομαι
προαποπνέω
προαπορέω
προαποστέλλω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνομαι
View word page
προ-αποθρηνέω
προ-αποθρηνέωcontr.vb bewail in advancesomeone's imminent deathPlu.

ShortDef

to bewail beforehand

Debugging

Headword:
προαποθρηνέω
Headword (normalized):
προαποθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
προαποθρηνεω
IDX:
33983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33984
Key:
προαποθρηνέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-αποθρηνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-αποθρηνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bewail in advance</Tr><Obj>someone's imminent death<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προαποθρηνέω'}