Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανέχω
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προαπεῖπον
προαπείρω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλῡμι
προαποπέμπομαι
προαποπνέω
προαπορέω
View word page
προ-απηγέομαι
προ-απηγέομαιIon.mid.contr.vbἀφηγέομαι explain beforehandone's situationHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαπηγέομαι
Headword (normalized):
προαπηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαπηγεομαι
IDX:
33980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33981
Key:
προαπηγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-απηγέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προ-απηγέομαι</HL><PS>Ion.mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀφηγέομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>explain beforehand</Tr><Obj>one's situation<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'προαπηγέομαι'}