Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προανᾱλίσκω
προαναρπάζω
προανασείω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανέχω
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προαπεῖπον
προαπείρω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλῡμι
View word page
προ-απείρω
προ-απείρωvbonly pf.
προαπείρηκα
pf.have retired from active lifeIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαπείρω
Headword (normalized):
προαπείρω
Headword (normalized/stripped):
προαπειρω
IDX:
33977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33978
Key:
προαπείρω

Data

{'headword_display': '<b>προ-απείρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-απείρω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>only pf.</Lbl><Form>προαπείρηκα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Def>have retired from active life</Def><Au>Isoc.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προαπείρω'}