Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
προανᾱλίσκω
προαναρπάζω
προανασείω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανέχω
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προαπεῖπον
προαπείρω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
View word page
προ-απαγορεύω
προ-απαγορεύωvb give upan activityprematurelyIsoc.

ShortDef

to give in before

Debugging

Headword:
προαπαγορεύω
Headword (normalized):
προαπαγορεύω
Headword (normalized/stripped):
προαπαγορευω
IDX:
33974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33975
Key:
προαπαγορεύω

Data

{'headword_display': '<b>προ-απαγορεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-απαγορεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>give up<Prnth>an activity</Prnth>prematurely</Tr><Au>Isoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαπαγορεύω'}