Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
προανᾱλίσκω
προαναρπάζω
προανασείω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
προανέχω
προανύτω
προαπαγορεύω
προαπαντάω
προαπεῖπον
προαπείρω
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαπηγέομαι
προαποδείκνῡμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
View word page
προ-ανύτω
προ-ανύτωvbἀνύω succeed in accomplishingsthg.X.

ShortDef

to accomplish before

Debugging

Headword:
προανύτω
Headword (normalized):
προανύτω
Headword (normalized/stripped):
προανυτω
IDX:
33973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33974
Key:
προανύτω

Data

{'headword_display': '<b>προ-ανύτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ανύτω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνύω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>succeed in accomplishing</Tr><Obj>sthg.<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προανύτω'}