Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλέη
ἀλέη
ἀλείατα
ἄλειμμα
ἀλείπτης
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλειψις
ἀλεκτοροφωνίᾱ
ᾱ̓λέκτρινος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
ᾱ̓λέματος
ἄλεν
Ἀλεξανδρείᾱ
Ἀλεξανδριστής
Ἀλέξανδρος
View word page
ἄλειψις
ἄλειψιςεωςf anointingw. perfumed oilHdt.

ShortDef

an anointing

Debugging

Headword:
ἄλειψις
Headword (normalized):
ἄλειψις
Headword (normalized/stripped):
αλειψις
IDX:
3396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3397
Key:
ἄλειψις

Data

{'headword_display': '<b>ἄλειψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄλειψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>anointing<Expl>w. perfumed oil</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄλειψις'}