Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγομαι
προαναιρέω
προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
προανᾱλίσκω
προαναρπάζω
προανασείω
προαναφωνέω
προαναχώρησις
View word page
προ-ανάγομαι
προ-ανάγομαιpass.vb of shipsput to sea beforehandTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προανάγομαι
Headword (normalized):
προανάγομαι
Headword (normalized/stripped):
προαναγομαι
IDX:
33961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33962
Key:
προανάγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-ανάγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ανάγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Tr>put to sea beforehand</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προανάγομαι'}