Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγομαι
προαναιρέω
προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
προανᾱλίσκω
προαναρπάζω
προανασείω
View word page
προ-αναβαίνω
προ-αναβαίνωvb climbw.acc.a hillbeforehandTh.

ShortDef

to ascend before

Debugging

Headword:
προαναβαίνω
Headword (normalized):
προαναβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προαναβαινω
IDX:
33959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33960
Key:
προαναβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>προ-αναβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αναβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>climb<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a hill</Prnth>beforehand</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαναβαίνω'}