Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγομαι
προαναιρέω
προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
προανᾱλίσκω
View word page
προ-αμῡ́νομαι
προ-αμῡ́νομαιmid.vb take precautionarypre-emptive actionTh.w.acc.against someoneTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προαμῡ́νομαι
Headword (normalized):
προαμῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
προαμυνομαι
IDX:
33957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33958
Key:
προαμῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αμῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αμῡ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take precautionary<or/>pre-emptive action</Tr><Au>Th.</Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>against someone<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προαμῡ́νομαι'}