Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγομαι
προαναιρέω
προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
προανακῑνέω
προανακρῑ́νω
View word page
προ-αμείβομαι
προ-αμείβομαιmid.vb receivew.acc.a product or servicein advanceof paymentPl.

ShortDef

pass to another place

Debugging

Headword:
προαμείβομαι
Headword (normalized):
προαμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
προαμειβομαι
IDX:
33956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33957
Key:
προαμείβομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αμείβομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αμείβομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>receive<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a product or service</Prnth>in advance<Expl>of payment</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαμείβομαι'}