Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προᾴδω
προαιδεῦμαι
προαίρεσις
προαιρετικός
προαιρετός
προαιρέω
προαισθάνομαι
προαίσθησις
προακούω
προαλής
προαλίσκομαι
προαμαρτάνω
προαμείβομαι
προαμῡ́νομαι
πρόᾱν
προαναβαίνω
προαναβάλλομαι
προανάγομαι
προαναιρέω
προαναισιμόομαι
προαναισχυντέω
View word page
προ-αλίσκομαι
προ-αλίσκομαιpass.vb of a personbe convicted beforehandD. Plu. of a fishbe caught earlierPlu.

ShortDef

to be convicted beforehand

Debugging

Headword:
προαλίσκομαι
Headword (normalized):
προαλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
προαλισκομαι
IDX:
33954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-33955
Key:
προαλίσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-αλίσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-αλίσκομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be convicted beforehand</Tr><Au>D. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a fish</Indic><Tr>be caught earlier</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προαλίσκομαι'}